σκουρέτο

σκουρέτο
το, Ν
λεπτή σανίδα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τών λεπτότερων και ελαφρότερων μερών επιστεγάσεων, παραθύρων και επίπλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuretto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”